Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
degraded
01
ακόλαστος, ανήθικος
unrestrained by convention or morality
02
υποβαθμισμένος, χαμηλωμένος σε αξία
lowered in value
Λεξικό Δέντρο
degraded
degrade
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακόλαστος, ανήθικος
υποβαθμισμένος, χαμηλωμένος σε αξία
Λεξικό Δέντρο