Decreed
volume
British pronunciation/dɪkɹˈiːd/
American pronunciation/dɪˈkɹid/

Ορισμός και Σημασία του "decreed"

01

fixed or established especially by order or command

word family

decree

decree

Verb

decreed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store