Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deceivingly
01
απατηλά, με τρόπο που δημιουργεί λάθος εντύπωση
in a way that gives a wrong impression
Παραδείγματα
The mountain trail was deceivingly flat at the start.
Το μονοπάτι του βουνού ήταν απατηλά επίπεδο στην αρχή.
Her expression was deceivingly cheerful given the news.
Η έκφρασή της ήταν απατηλά χαρούμενη δεδομένου του νέου.



























