LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Debt limit
/dˈɛt lˈɪmɪt/
/dˈɛt lˈɪmɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "debt limit"
Debt limit
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the maximum borrowing power of a governmental entity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
debt is the worst poverty
debt instrument
debt ceiling
debt
debris surge
debt relief
debtor
debug
debugger
debunk
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App