Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dangerous
01
επικίνδυνος
capable of destroying or causing harm to a person or thing
Παραδείγματα
Crossing the road without looking is dangerous.
Το να διασχίζεις το δρόμο χωρίς να κοιτάς είναι επικίνδυνο.
He was driving at a dangerous speed on the highway.
Οδηγούσε με επικίνδυνη ταχύτητα στην εθνική οδό.
02
επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος
likely to result in problems or negative consequences
Παραδείγματα
Implementing the new policy without thorough evaluation could be dangerous for the company's reputation.
Η εφαρμογή της νέας πολιτικής χωρίς ενδελεχή αξιολόγηση θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη για τη φήμη της εταιρείας.
The rise of misinformation on social media poses a dangerous threat to public trust.
Η αύξηση της παραπληροφόρησης στα κοινωνικά δίκτυα αποτελεί επικίνδυνη απειλή για την εμπιστοσύνη του κοινού.
Λεξικό Δέντρο
dangerously
dangerousness
dangerous
danger



























