Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dangle
01
κρέμομαι, ταλαντεύομαι
to hang or swing loosely and freely, especially from one end or point
Παραδείγματα
The keys dangled from her fingers as she walked down the hallway.
Τα κλειδιά κρέμονταν από τα δάχτυλά της καθώς περπατούσε στο διάδρομο.
A few loose threads dangled from the hem of his sweater.
Μερικοί χαλαροί κλωστοί κρεμόντουσαν από το χείλος του πουλόβερ του.
02
κρεμάω, ταλαντεύομαι
cause to dangle or hang freely
03
δελεάζω, παρασύρω
to persuade someone to do something by offering them something pleasant
Transitive
Λεξικό Δέντρο
dangler
dangling
dangle



























