Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dairy
01
γαλακτοκομικά προϊόντα, γλακτώματα
milk and milk products that are produced by mammals such as cows, goats, and sheep collectively
Παραδείγματα
She avoids dairy because she's lactose intolerant.
Αποφεύγει τα γαλακτοκομικά προϊόντα επειδή είναι δυσανεκτική στη λακτόζη.
The farm sells fresh dairy products, including organic yogurt and cream.
Το αγρόκτημα πουλά φρέσκα γαλακτοκομικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων βιολογικού γιαουρτιού και κρέμας.
02
γαλακτοκομείο, αγρόκτημα γαλακτοκομικών προϊόντων
a farm where dairy products are produced
dairy
01
γαλακτοκομικός, σχετικός με γαλακτοκομικά προϊόντα
related to the production of milk or milk products
Παραδείγματα
The farm specializes in dairy farming.
Η φάρμα ειδικεύεται στην γαλακτοκομική κτηνοτροφία.
He works on a dairy farm where they make cheese and butter.
Δουλεύει σε ένα γεωργία γαλακτοκομικών όπου φτιάχνουν τυρί και βούτυρο.



























