Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to customize
01
προσαρμόζω, εξατομικεύω
to change or make something in a way that better serves a particular task, person, etc.
Transitive: to customize sth
Παραδείγματα
The software allows users to customize their interface to suit individual preferences.
Το λογισμικό επιτρέπει στους χρήστες να προσαρμόζουν τη διεπαφή τους σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις.
The company will customize the product based on the client's specific requirements.
Η εταιρεία θα προσαρμόσει το προϊόν με βάση τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του πελάτη.
Λεξικό Δέντρο
customizable
customize
custom



























