Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
curricular
01
προγραμματικός, εκπαιδευτικός
relating to the topics that a course of study in a school or college consists of
Παραδείγματα
She focused on improving the curricular materials for the history course.
Συγκεντρώθηκε στη βελτίωση των διδακτικών υλικών για το μάθημα της ιστορίας.
The professor discussed the upcoming curricular updates with his students.
Ο καθηγητής συζήτησε τις επερχόμενες ενημερώσεις προγράμματος σπουδών με τους μαθητές του.



























