Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cul-de-sac
01
αδιέξοδο, κυλ ντε σακ
a street with one closed end
Παραδείγματα
They live at the end of a quiet cul-de-sac, away from the busy main road.
Ζουν στο τέλος μιας ήσυχης αδιέξοδης οδού, μακριά από τον πολυσύχναστο κύριο δρόμο.
The children enjoyed playing in the cul-de-sac, as there was little traffic.
Τα παιδιά απολάμβαναν να παίζουν στο αδιέξοδο, καθώς υπήρχε ελάχιστη κίνηση.



























