Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
culinary
01
μαγειρικός
having to do with the preparation, cooking, or presentation of food
Παραδείγματα
She enrolled in a culinary school to learn professional cooking techniques.
Εγγράφηκε σε μια μαγειρική σχολή για να μάθει επαγγελματικές τεχνικές μαγειρικής.
He had a vast collection of culinary herbs and spices in his kitchen.
Είχε μια τεράστια συλλογή μαγειρικών βοτάνων και μπαχαρικών στην κουζίνα του.



























