Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to croon
01
σιγοτραγουδώ, τραγουδώ ένα νανούρισμα
to sing in a soft, gentle, and melodious manner, often with a sentimental or romantic tone
Παραδείγματα
He crooned a lullaby to his baby before putting her to sleep.
Τραγούδησε ένα νανούρισμα στο μωρό του πριν το κοιμίσει.
The singer crooned a love song that captivated the entire audience.
Ο τραγουδιστής τραγούδησε απαλά ένα ερωτικό τραγούδι που γοήτευσε όλο το κοινό.
Λεξικό Δέντρο
crooner
crooning
croon



























