Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
crippled
01
ανάπηρος, πληγωμένος
having a significant physical impairment or disability that affects one's ability to move or function normally
Παραδείγματα
The accident left him with a crippled leg, making it challenging to walk without assistance.
Το ατύχημα του άφησε ένα κουτσό πόδι, κάνοντας δύσκολο το περπάτημα χωρίς βοήθεια.
Despite being physically crippled, she demonstrated remarkable resilience in pursuing her goals.
Παρά το ότι ήταν σωματικά ανάπηρη, επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στην επίτευξη των στόχων της.
Λεξικό Δέντρο
crippled
cripple



























