Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Credit card
01
πιστωτική κάρτα, τραπεζική κάρτα
a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services
Παραδείγματα
He applied for a new credit card with a lower interest rate.
Έκανε αίτηση για μια νέα πιστωτική κάρτα με χαμηλότερο επιτόκιο.
He forgot to sign the back of his credit card.
Ξέχασε να υπογράψει το πίσω μέρος της πιστωτικής του κάρτας.



























