LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crazyweed
/kɹˈeɪzɪwˌiːd/
/kɹˈeɪzɪwˌiːd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "crazyweed"
Crazyweed
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any of several leguminous plants of western North America causing locoism in livestock
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
crazyhouse chess
crazy weed
crazy quilt
crazy house
crazy horse
creak
creakily
creaking
creakingly
creaky
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App