Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
creaking
01
τρίζων, κροταλιστικός
making a high-pitched noise when being moved, often due to friction
Creaking
01
τρίξιμο, τσούξιμο
a squeaking sound
Λεξικό Δέντρο
creakingly
creaking
creak
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τρίζων, κροταλιστικός
τρίξιμο, τσούξιμο
Λεξικό Δέντρο