Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cozily
01
άνετα, ζεστά
in a way that is warm, comfortable, and pleasant, especially in a small or sheltered space
Παραδείγματα
The children lay cozily under the thick quilt.
Τα παιδιά κείτονταν άνετα κάτω από το παχύ πάπλωμα.
They nestled cozily by the fire with mugs of hot chocolate.
Κουρνιάστηκαν άνετα δίπλα στη φωτιά με κούπες ζεστής σοκολάτας.
Λεξικό Δέντρο
cozily
cozy



























