Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Countryside
01
επαρχία, αγροτική περιοχή
the area with farms, fields, and trees, that is outside cities and towns
Παραδείγματα
They enjoyed taking long walks in the peaceful countryside.
Απολάμβαναν να κάνουν μεγάλους περίπατους στην ήρεμη επαρχία.
The countryside was dotted with quaint villages and rolling hills.
Η επαρχία ήταν διάσπαρτη με γραφικά χωριά και κυματιστούς λόφους.
Λεξικό Δέντρο
countryside
country
side



























