Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
countless
01
αμέτρητος, αριθμητός
so numerous that it cannot be easily counted or quantified
Παραδείγματα
The night sky was filled with countless stars.
Ο νυχτερινός ουρανός ήταν γεμάτος αμέτρητα αστέρια.
She faced countless challenges on her journey to success.
Αντιμετώπισε αμέτρητες προκλήσεις στο δρόμο της προς την επιτυχία.
Λεξικό Δέντρο
countlessness
countless
count



























