Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to countervail
01
αντισταθμίζω, εξισορροπώ
to apply an equal force against another power or impact that is usually bad
02
αντισταθμίζω, εξισορροπώ
to make up for something, usually by regaining lost balance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αντισταθμίζω, εξισορροπώ
αντισταθμίζω, εξισορροπώ