Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cough drop
01
παστίλια για τον βήχα, καραμέλα για τον βήχα
a small, medicated lozenge designed to dissolve in the mouth and soothe coughs or throat irritation
Παραδείγματα
She took a cough drop to relieve her sore throat.
Πήρε ένα σερβίτσιο για τον βήχα για να ανακουφίσει τον πονόλαιμο.
Cough drops come in different flavors, such as honey and menthol.
Τα παστίλιες για τον βήχα έρχονται σε διάφορες γεύσεις, όπως μέλι και μενθόλη.



























