Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Couch potato
01
καναπές πατάτα, τηλεοπτικός εθισμός
someone who sits around and watches TV a lot
Παραδείγματα
Do n't be such a couch potato; get up and go for a walk!
Μην είσαι τεμπέλης; σήκω και πήγαινε μια βόλτα!
His unhealthy lifestyle of being a couch potato is affecting his overall well-being.
Ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής του ως τεμπέλης επηρεάζει τη γενική του ευεξία.



























