Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
costive
01
προκαλεί δυσκοιλιότητα, που προκαλεί δυσκοιλιότητα
causing or experiencing difficulty in passing stools; tending to cause constipation
Παραδείγματα
The medicine had a costive effect on the patient.
Το φάρμακο είχε δυσκοιλιώδη επίδραση στον ασθενή.
He avoided costive foods that might upset his digestion.
Απέφυγε τα δυσκοιλιωτικά τρόφιμα που θα μπορούσαν να αναστατώσουν την πέψη του.



























