Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Corgi
01
Corgi, οποιοδήποτε από τα δύο γαλοτσόσκυλα με κοντά πόδια και μυτερά αυτιά που προέρχονται από την Ουαλία
any of the two herd dog breeds with short legs and pointed ears that are originated in Wales
02
κάνοντας ευάλωτο ή ευαίσθητο σε φυσικά ή συναισθηματικά ερεθίσματα, κάνοντας ευάλωτο ή αντιδραστικό σε φυσικά ή συναισθηματικά ερεθίσματα
making susceptible or sensitive to either physical or emotional stimuli



























