Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cooperation
01
συνεργασία, συνδρομή
the act of working together toward a common goal
Παραδείγματα
The project 's success depended on the cooperation between engineers and designers.
Η επιτυχία του έργου εξαρτήθηκε από τη συνεργασία μεταξύ μηχανικών και σχεδιαστών.
International cooperation is essential to address climate change.
Η διεθνής συνεργασία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
02
συνεργασία
joint operation or action
Λεξικό Δέντρο
cooperation
operation
operate
oper



























