Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cooky
01
μπισκότο, κουλουράκι
any of various small flat sweet cakes (`biscuit' is the British term)
02
μάγειρας, σεφ
the cook on a ranch or at a camp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μπισκότο, κουλουράκι
μάγειρας, σεφ