Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cooking utensil
/kˈʊkɪŋ juːtˈɛnsəl/
/kˈʊkɪŋ juːtˈɛnsəl/
Cooking utensil
01
σκεύος μαγειρικής, αξεσουάρ κουζίνας
a kitchen utensil made of material that does not melt easily; used for cooking
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκεύος μαγειρικής, αξεσουάρ κουζίνας