LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cooccurring
/kˈuːkɜːɹɪŋ/
/kˈuːkɜːɹɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cooccurring"
cooccurring
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
happening simultaneously
co-occurrent
coincident
coincidental
coinciding
concurrent
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cooccur with
cooccur
coo
conyza canadensis
conyza
cook
cook goose
cook out
cook strait
cook the books
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App