Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cooccurring
01
συνεμφανιζόμενος, ταυτόχρονος
happening simultaneously
Παραδείγματα
The cooccurring meetings made it difficult for her to attend both.
Οι ταυτόχρονες συναντήσεις έκαναν δύσκολο για αυτήν να παραστεί και στις δύο.
The cooccurring weather patterns led to unusual conditions across the region.
Τα ταυτόχρονα καιρικά μοτίβα οδήγησαν σε ασυνήθιστες συνθήκες σε όλη την περιοχή.
Λεξικό Δέντρο
cooccurring
cooccur
occur



























