Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
convenience food
/kənvˈiːnɪəns fˈuːd/
/kənvˈiːnɪəns fˈuːd/
Convenience food
01
έτοιμο φαγητό, πρακτικό φαγητό
any type of food that is pre-prepared and can be cooked quickly
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
έτοιμο φαγητό, πρακτικό φαγητό