Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contumacy
01
ανυπακοή σε δικαστική απόφαση, αντίσταση στην εκτέλεση δικαστικής εντολής
(law) resistance to comply with a court order
02
ανυπακοή, σκόπιμη πρόκληση
intentional defiance of authority such as a referee or a school principal
Λεξικό Δέντρο
contumacious
contumacy



























