Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consuming
01
καταναλωτικός, δυνατός
used to describe something that is very strong and has an urgent, powerful effect on one's thoughts, feelings, or behavior
Παραδείγματα
Her consuming ambition to become a doctor led her to work tirelessly and sacrifice many other interests in her life.
Η καταναλωτική φιλοδοξία της να γίνει γιατρός την οδήγησε να εργάζεται ακούραστα και να θυσιάσει πολλά άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή της.
His consuming passion for music drove him to spend every free moment practicing his instrument.
Το καταναλωτικό πάθος του για τη μουσική τον οδήγησε να ξοδεύει κάθε ελεύθερη στιγμή εξασκώντας το όργανό του.
02
απορροφητικός, εξαντλητικός
taking up a lot of time, energy, or attention
Παραδείγματα
He found the process of writing a book to be mentally consuming, as he was constantly thinking about the plot and characters.
Βρήκε τη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου διανοητικά επιπονή, καθώς σκεφτόταν συνεχώς την πλοκή και τους χαρακτήρες.
Her new job was so consuming that she barely had time for anything else.
Η νέα της δουλειά ήταν τόσο χρονοβόρα που μετά βίας είχε χρόνο για οτιδήποτε άλλο.
Λεξικό Δέντρο
consuming
consume



























