LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Consulate
/kˈɒnsjʊlət/
/ˈkɑnsəɫət/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "consulate"
Consulate
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a building or office where a consul carries out diplomatic duties
consulate
n
proconsulate
n
proconsulate
n
Παράδειγμα
They
sent off
their
visa
application
to
the
consulate
.
He
traveled to
the
consulate
to
renew
his
visa
before
it
expired
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App