Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consular
01
προξενικός, σχετικός με το προξενείο
associated with matters or activities of a consulate or consul, particularly the representation and protection of a country's citizens and interests in a foreign city or region
Παραδείγματα
The consular services at the embassy in Paris assisted stranded tourists during the travel disruption.
Οι προξενικές υπηρεσίες στην πρεσβεία στο Παρίσι βοήθησαν τους παγιδευμένους τουρίστες κατά τη διακοπή του ταξιδιού.
As a consular officer, her duties included issuing visas and helping citizens in distress abroad.
Ως προξενική αξιωματούχος, τα καθήκοντά της περιλάμβαναν την έκδοση βίζας και τη βοήθεια σε πολίτες σε δυσκολία στο εξωτερικό.
Λεξικό Δέντρο
proconsular
consular



























