Constrainedly
volume
British pronunciation/kənstɹˈeɪnɪdlɪ/
American pronunciation/kənstɹˈeɪnɪdli/

Ορισμός και Σημασία του "constrainedly"

constrainedly
01

in a constrained manner

word family

constrain

constrain

Verb

constrained

Adjective

constrainedly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store