Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Consignee
01
παραλήπτης, αποδέκτης
the recipient of goods or merchandise that have been shipped or transported
Παραδείγματα
The consignee eagerly awaited the arrival of the shipment, which contained the latest inventory for their store.
Ο παραλήπτης περίμενε με ανυπομονησία την άφιξη της αποστολής, που περιείχε το τελευταίο απόθεμα για το κατάστημά τους.
As the consignee, she was responsible for inspecting the goods upon delivery to ensure they met the agreed-upon specifications.
Ως παραλήπτρια, ήταν υπεύθυνη για τον έλεγχο των εμπορευμάτων κατά την παράδοση για να διασφαλιστεί ότι πληρούσαν τις συμφωνηθείσες προδιαγραφές.



























