Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
congenital disease
/kəndʒˈɛnɪɾəl dɪzˈiːz/
/kəndʒˈɛnɪtəl dɪzˈiːz/
Congenital disease
01
εκ γενετής ασθένεια, κληρονομική ασθένεια
a disease or disorder that is inherited genetically
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εκ γενετής ασθένεια, κληρονομική ασθένεια