Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
conceptual
01
εννοιολογικός, αφηρημένος
involving ideas rather than physical objects or experiences
Παραδείγματα
The conceptual art installation challenged viewers to rethink traditional notions of beauty.
Η εννοιολογική καλλιτεχνική εγκατάσταση προκάλεσε τους θεατές να επανεξετάσουν τις παραδοσιακές έννοιες της ομορφιάς.
The philosopher presented a conceptual framework for understanding the nature of reality.
Ο φιλόσοφος παρουσίασε ένα εννοιολογικό πλαίσιο για την κατανόηση της φύσης της πραγματικότητας.
Λεξικό Δέντρο
conceptualism
conceptualistic
conceptuality
conceptual
concept



























