Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Complaisance
01
ευπροσηγορία
willingness to do what makes others pleased and accept their opinions
Παραδείγματα
The diplomat 's complaisance helped ease tensions during the negotiations.
Η ευπροσηγορία του διπλωμάτη βοήθησε να χαλαρώσουν οι εντάσεις κατά τις διαπραγματεύσεις.
Her complaisance in accepting all feedback graciously was admired by her peers.
Η ευπροσηγορία της στην αποδοχή όλων των σχολίων με χάρη θαυμαζόταν από τους συνομηλίκους της.
Λεξικό Δέντρο
complaisance
complais



























