Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Common cold
01
κοινό κρυολόγημα, κρυολόγημα
a viral infection causing symptoms like a runny nose, cough, and sore throat
Παραδείγματα
He caught a common cold after being outside in the cold.
Πήρε ένα κοινό κρυολόγημα αφού ήταν έξω στο κρύο.
A common cold can make you feel tired and stuffy.
Ένα κοινό κρυολόγημα μπορεί να σας κάνει να νιώθετε κουρασμένοι και βήχας.



























