LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Commodiousness
/kəmˈəʊdɪəsnəs/
/kəmˈoʊdɪəsnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "commodiousness"
Commodiousness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
spatial largeness and extensiveness (especially inside a building)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
commodious
commode
commixture
commix
committeewoman
commodities exchange
commodities market
commodity
commodity brokerage
commodity exchange
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App