Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to commix
01
αναμιγνύω, συνδυάζω
to mix different substances or elements together
Transitive: to commix substances or elements
Παραδείγματα
The chef commixed various spices to create a unique flavor.
Ο σεφ ανέμειξε διάφορα μπαχαρικά για να δημιουργήσει μια μοναδική γεύση.
Next week, the chef will commix new ingredients for a special dish.
Την επόμενη εβδομάδα, ο σεφ θα αναμείξει νέα συστατικά για ένα ειδικό πιάτο.



























