Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Commode
01
τουαλέτα, λεκάνη
a plumbing fixture for defecation and urination
02
κομό
a tall elegant chest of drawers
Λεξικό Δέντρο
commodious
commodity
commode
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τουαλέτα, λεκάνη
κομό
Λεξικό Δέντρο