aglow
ag
ˈəg
αγκ
low
loʊ
λου
British pronunciation
/ɐɡlˈə‍ʊ/

Ορισμός και σημασία του "aglow"στα αγγλικά

01

λαμπερός, φωτεινός

emitting or reflecting a bright, warm light
example
Παραδείγματα
The forest was aglow with fireflies, creating a magical evening scene.
Το δάσος ήταν φωτεινό από πυγολαμπίδες, δημιουργώντας μια μαγική βραδινή σκηνή.
The sunset left the sky aglow with hues of orange and pink.
Το ηλιοβασίλεμα άφησε τον ουρανό λαμπερό με αποχρώσεις πορτοκαλί και ροζ.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store