Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Colonel
01
συνταγματάρχης, ανώτερος αξιωματικός
a high-ranking officer in the army, marine corps, or air force, whose rank is between a lieutenant colonel and brigadier general
Παραδείγματα
The colonel inspected the troops, ensuring that everyone was prepared for the upcoming mission.
Ο συνταγματάρχης επιθεώρησε τα στρατεύματα, διασφαλίζοντας ότι όλοι ήταν έτοιμοι για την επερχόμενη αποστολή.
After years of dedicated service, he was finally promoted to the rank of colonel, a milestone in his military career.
Μετά από χρόνια αφοσιωμένης υπηρεσίας, προήχθη τελικά στο βαθμό του συνταγματάρχη, ένα ορόσημο στην στρατιωτική του καριέρα.



























