Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bag up
01
συσκευάζω σε σακούλες, μαζεύω σε σακούλες
to package, secure, or gather items, often into a bag
Παραδείγματα
Let's bag up these groceries.
Συσκευάσουμε αυτά τα ψώνια.
He bagged up the leftovers before leaving.
Συσκεύασε τα υπολείμματα πριν φύγει.



























