Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Seg
01
απομόνωση, πειθαρχικό κελί
solitary confinement in prison
Παραδείγματα
He was sent to seg for fighting in the yard.
Στάλθηκε στην απομόνωση για καυγά στην αυλή.
Life in seg can be mentally exhausting.
Η ζωή στο seg μπορεί να είναι ψυχικά εξαντλητική.



























