Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Finsta
01
ένας ιδιωτικός λογαριασμός Instagram, ένα finsta
a private or secondary Instagram account for sharing unfiltered content with close friends
Παραδείγματα
She only posts silly stuff on her finsta.
Δημοσιεύει μόνο ανόητα πράγματα στο finsta της.
I made a finsta just for my close circle.
Δημιούργησα ένα finsta μόνο για τον κοντινό μου κύκλο.



























