Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
litty
01
πολύ διασκεδαστικό, πολύ ενεργητικό
extremely fun, exciting, or energetic
Παραδείγματα
That party was litty!
Αυτό το πάρτι ήταν litty!
The concert last night was so litty.
Η συναυλία χθες το βράδυ ήταν τόσο litty.



























