Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to party up
01
πάω σε πάρτι, γιορτάζω
to attend or engage in a party; to celebrate with others
Παραδείγματα
Let's party up this weekend!
Ας κάνουμε πάρτι αυτό το Σαββατοκύριακο !
They all partied up at her birthday.
Όλοι γιόρτασαν στα γενέθλιά της.



























